ευωδίζω

ευωδίζω
(Μ εὐωδίζω, Α ως αποθ. εὐωδίζομαι) [ευώδης]
νεοελλ.
δίνω σε κάτι ευωδιά, τού χαρίζω μυρωδιά, τό κάνω να μοσχοβολά, τό αρωματίζω
μσν.
μοσχοβολώ, αναδίδω ευωδία
αρχ.
ευωδίζομαι
αισθάνομαι ευωδία, νιώθω μυρωδιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”